- ἀμύω
- ἀμύωSee also: ἠμύωPage in Frisk: --
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
αμύω — ἀμύω (Α) γέρνω, πέφτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ. Ο ίδιος τ. παραδίδεται και ως ἠμύω] … Dictionary of Greek